υποδοχη

υποδοχη
    ὑποδοχή
    ὑπο-δοχή
    ἥ тж. pl.
    1) прием (гостей и т.п.) Arph.
    

εἰσδέχεσθαί τινα φίλαισιν ὑποδοχαῖς δόμων Eur. — оказывать кому-л. радушный прием в своем доме;

    ξένων ὑ. Plat. — предоставление приюта иноземцам;
    φυγάδος ὑ. Plat. — укрывательство беглеца;
    τέν ὑποδοχέν παρασκευάζειν Plut. — устраивать пир

    2) угощение, припасы
    

κτήνεα σιτεύειν ἐς ὑποδοχὰς τοῦ στρατοῦ Her. — откармливать скот для угощения армии (ср. 3);

    οἶνος καὴ ἥ ἄλλη ὑ. Plut. — вино и прочее угощение

    3) воен. встреча, отпор
    

ἐς ὑποδοχέν τοῦ στρατεύματος τάξασθαι Thuc. — построиться для оказания отпора (неприятельскому) войску

    4) убежище, пристанище
    

τοῖς φρουροῖς ὑ. Plat. — помещение для стражи;

    ναυσὴ ὑποδοχαί Xen. — пристани для кораблей

    5) вместилище, хранилище Plat., Arst.
    6) поддержка, помощь
    

εἰς ὑποδοχήν τινι λέγειν καὴ πράττειν Aeschin. — поддерживать кого-л. словом и делом;

    καλέν ὑποδοχήν τι ἔχειν Polyb. — иметь в чем-л. великолепную поддержку

    7) ожидание, предвидение
    

εἰς ὑποδοχήν τινος Dem. — в ожидании или в целях чего-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Полезное


Смотреть что такое "υποδοχη" в других словарях:

  • ὑποδοχῇ — ὑποδοχή reception fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδοχή — reception fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδοχή — η 1. προϋπάντηση, καλωσόρισμα: Πήγαν στην αποβάθρα για την υποδοχή του υπουργού. 2. ο τρόπος, η διάθεση ή η αντίδραση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι: Του έκανε άσχημη υποδοχή η γυναίκα του. 3. ιδιαίτερος χώρος σε κατοικία, το καλό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποδοχή — η / ὑποδοχή, ΝΜΑ [ὑποδέχομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδέχομαι νεοελλ. 1. φιλική δεξίωση, προϋπάντηση 2. ο τρόπος ή η διάθεση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι (α. «δεν ήταν και πολύ θερμή η υποδοχή που τού έκανε» β. «οι… …   Dictionary of Greek

  • ὑποδοχαῖς — ὑποδοχή reception fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδοχαί — ὑποδοχή reception fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδοχῆς — ὑποδοχή reception fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδοχήν — ὑποδοχή reception fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδοχῶν — ὑποδοχή reception fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»